- ζηλωτάς
- ζηλωτά̱ς , ζηλωτήςemulatormasc acc plζηλωτά̱ς , ζηλωτήςemulatormasc nom sg (epic doric aeolic)ζηλωτά̱ς , ζηλωτόςenviablefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.